γεννημένος, -η, -ο, επίθ. [μτχ. του ρ. γεννώ], γεννημένος·
- είναι γεννημένοι ο ένας για τον άλλον, βλ. συνηθέστ. είναι πλασμένοι ο ένας για τον άλλον, λ. πλασμένος·
- είναι γεννημένος…, είναι από τη φύση του, έχει την προδιάθεση για κάτι από τη μέρα που γεννήθηκε: «είναι γεννημένος μουσικός || είναι γεννημένος έμπορος || είναι γεννημένος απατεώνας». (Λαϊκό τραγούδι: έτσι είναι γεννημένη της γυναίκας η καρδιά, πάψε μόνος να τα πίνεις μόνος, να πονάς κάθε βραδιά).